κατεπάλμενος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[κατεφάλλομαι]]. | |auten=see [[κατεφάλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
κατέπ-αλτο,
A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.
German (Pape)
[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.
Greek (Liddell-Scott)
κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.
French (Bailly abrégé)
v. κατεφάλλομαι.
English (Autenrieth)
see κατεφάλλομαι.
Greek Monotonic
κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.