Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατέαγα: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κατάγνυμι]].
|btext=v. [[κατάγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατέᾱγα:''' αμτβ. παρακ. του [[κατάγνυμι]]· -[[κατεάγην]] <i>[ᾰ]</i>, Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. <i>κατεαγῶσιν</i>· -[[κατέαξα]], Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέᾱγα Medium diacritics: κατέαγα Low diacritics: κατέαγα Capitals: ΚΑΤΕΑΓΑ
Transliteration A: katéaga Transliteration B: kateaga Transliteration C: kateaga Beta Code: kate/aga

English (LSJ)

κατεάγην [ᾰ], κατέαξα,

   A v. κατάγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. κατάγνυμι.

Greek Monotonic

κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.