κατάπλοος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όου (ὁ) :<br /><b>1</b> trajet en venant de la haute mer ; débarquement;<br /><b>2</b> retour par mer.<br />'''Étymologie:''' [[καταπλέω]]. | |btext=όου (ὁ) :<br /><b>1</b> trajet en venant de la haute mer ; débarquement;<br /><b>2</b> retour par mer.<br />'''Étymologie:''' [[καταπλέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάπλοος:''' συνηρ. -[[πλους]], <i>ὁ</i> ([[καταπλέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλεύση]] προς την [[ξηρά]], [[προσόρμιση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[πλεύση]] προς τα [[πίσω]], [[επάνοδος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
contr. κατάπλους, ὁ,
A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κ. the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9. 2 sailing down stream, esp. down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κ. OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.). II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κ. X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κ. one who had just returned, Plb.15.23.3.
German (Pape)
[Seite 1371] zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλοος: συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ ἄφιξις τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως μετὰ τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον πλοῦς, ἐπιστροφή, ὁ οἴκαδε κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ τόπος, ὅπου καταπλέει τις, μεταγεν.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
1 trajet en venant de la haute mer ; débarquement;
2 retour par mer.
Étymologie: καταπλέω.
Greek Monotonic
κατάπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ (καταπλέω),
I. πλεύση προς την ξηρά, προσόρμιση, σε Θουκ.
II. πλεύση προς τα πίσω, επάνοδος, σε Ξεν.