κατασχηματίζω: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασχηματίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] στη [[σειρά]] [[καταστρώνω]], [[λογαριάζω]] ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλάσσω]] [[κάτι]] σε κάποιο [[σχήμα]], σε κάποια [[μορφή]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[περιβάλλω]], [[ντύνω]]<br /><b>3.</b> (παθ. και μέσ.) <i>κατασχηματίζομαι</i><br />[[παίρνω]] [[μορφή]] ανάλογη με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=[[κατασχηματίζω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[βάζω]] στη [[σειρά]] [[καταστρώνω]], [[λογαριάζω]] ακριβώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλάσσω]] [[κάτι]] σε κάποιο [[σχήμα]], σε κάποια [[μορφή]], [[διαμορφώνω]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[περιβάλλω]], [[ντύνω]]<br /><b>3.</b> (παθ. και μέσ.) <i>κατασχηματίζομαι</i><br />[[παίρνω]] [[μορφή]] ανάλογη με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασχημᾰτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλάθω]] ή [[ντύνω]] με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.
French (Bailly abrégé)
former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.
Greek Monolingual
κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
κατασχημᾰτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.