κατέπεφνον: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατέπεφνον]] (Α)<br />(ποιητ. τ. αόρ. β' [[χωρίς]] ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔ</i>-<i>πε</i>-<i>φν</i>-<i>ον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θείνω]])].
|mltxt=[[κατέπεφνον]] (Α)<br />(ποιητ. τ. αόρ. β' [[χωρίς]] ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἔ</i>-<i>πε</i>-<i>φν</i>-<i>ον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[θείνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατέπεφνον:''' αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]] (βλ. *[[φένω]]), [[σκοτώνω]], [[φονεύω]], σε Όμηρ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέπεφνον Medium diacritics: κατέπεφνον Low diacritics: κατέπεφνον Capitals: ΚΑΤΕΠΕΦΝΟΝ
Transliteration A: katépephnon Transliteration B: katepephnon Transliteration C: katepefnon Beta Code: kate/pefnon

English (LSJ)

Ep., Lyr., and Trag. (in lyr.) aor. 2 with no pres. in use (v. θείνω),

   A kill, slay, καταπέφνῃ Il.3.281; κατέπεφνε 6.183, 24.759, Od.3.252, 4.534, S.El.486; κατέπεφνες Id.Aj.901, Pi.Fr.171 (tm.); καταπεφνών Il.17.539.

Greek (Liddell-Scott)

κατέπεφνον: ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει (ἴδε *φένω), φονεύω, σφάζω, ἀποκτείνω, καταπέφνῃ Ἰλ. Γ. 281 κατέπεφνε (ἢ -εν) Ζ. 183., Ω. 759, Ὀδ. Γ. 252., Δ. 534, Σοφ. Ἠλ. 486· κατέπεφνες ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 901, καὶ (ἐν τμήσει) Πινδ. Ἀποσπ. 157· καταπεφνὼν Ἰλ. Ρ. 539, Βακχυλ. 5. 115.

French (Bailly abrégé)

verbe n’existant qu’à l’ao.2;
inf.
καταπεφνεῖν, sbj. 3ᵉ sg. καταπέφνῃ, part. καταπεφνών;
tuer.
Étymologie: κατά, ἔπεφνον.

English (Autenrieth)

subj. καταπέφνῃ, part. (w. irreg. accent) καταπέφνων: kill, slay.

Greek Monolingual

κατέπεφνον (Α)
(ποιητ. τ. αόρ. β' χωρίς ενεστ.) έσφαξα, σκότωσα, φόνευσα («ὁ δὲ θαρρήσας κατέπεφνεν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πε-φν-ον (βλ. λ. θείνω)].

Greek Monotonic

κατέπεφνον: αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία (βλ. *φένω), σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Σοφ.