κρυπτεύω: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυπτεύω]] (Α) [[κρυπτός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κρύβω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> κρύβομαι, [[κρύβω]] τον εαυτό μου, [[μένω]] κρυμμένος<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κρυπτεύομαι</i><br />ενεδρεύομαι, μού στήνουν [[ενέδρα]], [[παγίδα]]. | |mltxt=[[κρυπτεύω]] (Α) [[κρυπτός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κρύβω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> κρύβομαι, [[κρύβω]] τον εαυτό μου, [[μένω]] κρυμμένος<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κρυπτεύομαι</i><br />ενεδρεύομαι, μού στήνουν [[ενέδρα]], [[παγίδα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρυπτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>κρύπ-τω</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[καλύπτω]], [[αποκρύπτω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., κρύβομαι, [[παραμένω]] κρυμμένος, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A hide oneself, lie concealed, E.Ba.888 (lyr.), X.Cyr.4.5.5:—Pass., = ἐνεδρεύομαι (cf. Hsch.), E.Hel.541.
German (Pape)
[Seite 1515] = κρύπτω, verbergen; οἱ θεοὶ κρυπτεύουσι ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα Eur. Bacch. 886; sich verstecken, Xen. Cyr. 4, 5, 5; – im pass., οὔ τί που κρυπτεύομαι ἐκ βουλευμάτων Eur. Hel. 548, man stellt mir nach.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτεύω: ἀποκρύπτω, κρύπτω, Εὐρ. Βάκχ. 888. ΙΙ. ἀμεταβ., κρύπτω ἐμαυτόν, διαμένω κεκρυμμένος, Ξεν. Κύρ. 4. 5. 5. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ. = ἐνεδρεύομαι (ἴδε Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἑλ. 541.
French (Bailly abrégé)
se tenir caché, en embuscade.
Étymologie: κρύπτω.
Greek Monolingual
κρυπτεύω (Α) κρυπτός
1. (μτβ.) κρύβω
2. (αμτβ.) κρύβομαι, κρύβω τον εαυτό μου, μένω κρυμμένος
3. παθ. κρυπτεύομαι
ενεδρεύομαι, μού στήνουν ενέδρα, παγίδα.
Greek Monotonic
κρυπτεύω: μέλ. -σω (κρύπ-τω),
I. καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ευρ.
II. αμτβ., κρύβομαι, παραμένω κρυμμένος, σε Ξεν.
III. Παθ., παγιδεύομαι, σε Ευρ.