κυνοῦχος: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κυνοῡχος, ὁ (AM)<br />[[βαλάντιο]], [[κυνηγετικός]] [[σάκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λουρί]] με το οποίο κρατά και σύρει [[κάποιος]] τον [[σκύλο]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>3.</b> [[σάκος]] στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κλοιὸς κυνοῡχος» — το [[λουρί]] που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | |mltxt=κυνοῡχος, ὁ (AM)<br />[[βαλάντιο]], [[κυνηγετικός]] [[σάκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λουρί]] με το οποίο κρατά και σύρει [[κάποιος]] τον [[σκύλο]]<br /><b>2.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου<br /><b>3.</b> [[σάκος]] στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κλοιὸς κυνοῡχος» — το [[λουρί]] που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυνοῦχος:''' ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[σκύλο]], [[λουρί]] σκύλου, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάκος]] από [[δέρμα]] σκύλου, που χρησιμοποιείται στο [[κυνήγι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω)
A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. 111; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.). II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64. III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.
Greek Monolingual
κυνοῡχος, ὁ (AM)
βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος
αρχ.
1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο
2. σάκος από δέρμα σκύλου
3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα
4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» — το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
κυνοῦχος: ὁ (ἔχω),
I. αυτός που έχει σκύλο, λουρί σκύλου, σε Ανθ.
II. σάκος από δέρμα σκύλου, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε Ξεν.