Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κιστοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιστοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέφερε το [[κιβώτιο]] που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κιστοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] στο οποίο ήταν τυπωμένη η [[κίστη]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεω</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[κιστοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετέφερε το [[κιβώτιο]] που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κιστοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] στο οποίο ήταν τυπωμένη η [[κίστη]] του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεω</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κιστοφόρος:''' -ον ([[κίστη]], [[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[κιβώτιο]] σε μυστικές πομπές, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστοφόρος Medium diacritics: κιστοφόρος Low diacritics: κιστοφόρος Capitals: ΚΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kistophóros Transliteration B: kistophoros Transliteration C: kistoforos Beta Code: kistofo/ros

English (LSJ)

ον, (κίστη)

   A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος.    II Subst., coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.

German (Pape)

[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v. l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.

Greek Monolingual

κιστοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόρος
νόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεω-φόρος, τροχο-φόρος.

Greek Monotonic

κιστοφόρος: -ον (κίστη, φέρω), αυτός που μεταφέρει κιβώτιο σε μυστικές πομπές, σε Δημ.