λησίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
|mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λησίμβροτος:''' -ον ([[λήθω]], [[βροτός]]), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, [[κλέφτης]], [[απατεώνας]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησίμβροτος Medium diacritics: λησίμβροτος Low diacritics: λησίμβροτος Capitals: ΛΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: lēsímbrotos Transliteration B: lēsimbrotos Transliteration C: lisimvrotos Beta Code: lhsi/mbrotos

English (LSJ)

ον, (λήθω, βροτός)

   A taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.

German (Pape)

[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.

Greek (Liddell-Scott)

λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.

Greek Monolingual

λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

λησίμβροτος: -ον (λήθω, βροτός), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, κλέφτης, απατεώνας, σε Ομηρ. Ύμν.