λιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
|btext=ου (τό) :<br />un peu d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάδιον Medium diacritics: λιβάδιον Low diacritics: λιβάδιον Capitals: ΛΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: libádion Transliteration B: libadion Transliteration C: livadion Beta Code: liba/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (λιβάς)

   A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4.    II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch.    III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.

German (Pape)

[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu d’eau.
Étymologie: λιβάς.

Greek Monotonic

λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.