λιθάς: Difference between revisions
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιθάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> [[λίθος]], [[βράχος]] («σεῡεν [[κύνας]] [[ἄλλυδις]] ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[βροχή]] λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[σωρός]] λίθων. | |mltxt=[[λιθάς]], -[[άδος]], ἡ (Α) [[λίθος]]<br /><b>1.</b> [[λίθος]], [[βράχος]] («σεῡεν [[κύνας]] [[ἄλλυδις]] ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με περιλπτ. σημ.</b>) α) [[βροχή]] λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) [[σωρός]] λίθων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐθάς:''' -[[άδος]], ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. [[λιθάδεσσιν]] = [[λίθος]], σε Ομήρ. Οδ.· περιληπτικά στον ενικ., [[βροχή]] από πέτρες, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = λίθος, stone, σεῦεν κύνας . . πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.36; θάλαμον δέμον . . πυκνῇσιν λ. 23.193; collectively, shower of stones, A.Th.158 (lyr.); heap of stones, λιθάδας τε καὶ ἕρμακας ἐνναίοντες, of snakes, Nic.Th.150 (v.l. λίθακας).
German (Pape)
[Seite 44] άδος, ἡ, = λίθος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιθάδεσσι Od. 14, 36, θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιθ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθάς: -άδος, ἡ, = λίθος, «πέτρα», σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 36˙
άδος, ἡ, = λίθος, «πέτραἄμμι , ἄμμιν, παλ. Αἱολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἡμῖν, Ὅμ.
λῐ-, ἀχώριστον προθετικὸν μόριον ἔχον ἐπιτατικὴν δύναμιν, ὡς τὸ λα- καὶ λαι-, φαινόμενον ὡς ἐπίρρ. ἐν τῷ λίαν (Στράβ. 361 λέγει ὅτι ὁ Ἐπίχ. μετεχειρίζετο τὸ λὶ ἀντὶ τοῦ λίαν)
λι-ὡσαύτως μένει ἐν τῷ συνθέτῳ λιπόνηρος, «λίαν πονηρὸς» παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 petite pierre;
2 pluie ou grêle de pierres.
Étymologie: λίθος.
English (Autenrieth)
άδος, dat. pl. λιθάδεσσι = λίθος. (Od.)
Greek Monolingual
λιθάς, -άδος, ἡ (Α) λίθος
1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.)
β) σωρός λίθων.
Greek Monotonic
λῐθάς: -άδος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. λιθάδεσσιν = λίθος, σε Ομήρ. Οδ.· περιληπτικά στον ενικ., βροχή από πέτρες, σε Αισχύλ.