λειοκύμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειοκύμων]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη [[επιφάνεια]], [[γαλήνιος]] («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κύμων</i>, <i>εγ</i>-<i>κύμων</i>]. | |mltxt=[[λειοκύμων]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη [[επιφάνεια]], [[γαλήνιος]] («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κύμων</i>, <i>εγ</i>-<i>κύμων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λειοκύμων:''' [ῦ], -ον ([[κῦμα]]), [[γαλήνιος]], αυτός που έχει μικρά κύματα, [[ακύμαντος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος,
A having low waves, θάλαττα λ. Luc.VH2.4, Scyth.11.
German (Pape)
[Seite 24] ον, mit glatten Wellen, ruhiger Oberfläche, θάλασσα, Luc. V. H. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκύμων: [ῡ], -ον, γαλήνιος, θάλαττα λ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots unis, calmes.
Étymologie: λεῖος, κῦμα.
Greek Monolingual
λειοκύμων, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που έχει ήρεμη, ακύμαντη επιφάνεια, γαλήνιος («λειοκύμονος δὲ οὔσης τῆς θαλάσσης», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -κύμων (< κῦμα), πρβλ. α-κύμων, εγ-κύμων].
Greek Monotonic
λειοκύμων: [ῦ], -ον (κῦμα), γαλήνιος, αυτός που έχει μικρά κύματα, ακύμαντος, σε Λουκ.