μείλια: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μείλια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν [[ευχαρίστηση]] στους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[προίκα]] («ἐγὼ δ' ἐπὶ [[μείλια]] δώσω πολλὰ μάλ', ὅσο' οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια<br /><b>4.</b> αφιερώματα που προσφέρονται από [[ευγνωμοσύνη]] ή για [[παράκληση]], ευχαριστήρια δώρα<br /><b>5.</b> (στον ενικό) <i>τὸ [[μείλιον]]<br />[[οτιδήποτε]] συντελεί στην [[κατάπαυση]] της κακοκαιρίας η οποία εμποδίζει ένα [[ταξίδι]], εξιλαστήρια δώρα<br /><b>6.</b> [[προσφορά]] σε [[θεότητα]]<br /><b>7.</b> [[ικανοποίηση]], [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μείλιχος]]. | |mltxt=[[μείλια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν [[ευχαρίστηση]] στους ανθρώπους<br /><b>2.</b> [[προίκα]] («ἐγὼ δ' ἐπὶ [[μείλια]] δώσω πολλὰ μάλ', ὅσο' οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια<br /><b>4.</b> αφιερώματα που προσφέρονται από [[ευγνωμοσύνη]] ή για [[παράκληση]], ευχαριστήρια δώρα<br /><b>5.</b> (στον ενικό) <i>τὸ [[μείλιον]]<br />[[οτιδήποτε]] συντελεί στην [[κατάπαυση]] της κακοκαιρίας η οποία εμποδίζει ένα [[ταξίδι]], εξιλαστήρια δώρα<br /><b>6.</b> [[προσφορά]] σε [[θεότητα]]<br /><b>7.</b> [[ικανοποίηση]], [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ.</b> [[μείλιχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μείλια:''' -ίων, τά,<br /><b class="num">I.</b> καταπραϋντικά αντικείμενα, δώρα που προκαλούν [[ευχαρίστηση]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον ενικ., [[γοητεία]], [[φυλαχτό]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
τά, (μειλίσσω)
A soothing things, esp. of gifts, ἐγὼ δ' ἐπὶ μ. δώσω, of a bridal dowry, Il.9.147, cf. 289, Luc.Epigr.2; so of playthings, etc., A.R.3.146: sg., ib.135. II propitiations, δαίμοσιν . . νόστῳ ἔπι μ. θέσθαι Id.4.1549; of offerings to the dead, BCH36.230 (Rhodes, iii B. C.): rarely in sg., μείλιον ἀπλοΐης charm against storms, Call.Dian.230; offering to a god, AP6.75 (Paul. Sil.). 2 satisfaction, penalty, μ. τείσειν A.R.3.594.
Greek (Liddell-Scott)
μείλια: -ίων, τά, (μειλίσσω, μείλιχος) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ μείλια δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω μείλια, δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. ἐπιμείλια), Ἰλ. Ι. 147, 289· οὕτως ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, αὐτόθι Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, μείλιον ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
soothing gifts, gifts of reconciliation, Il. 9.147 and 289.
Greek Monolingual
μείλια, τὰ (Α)
1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους
2. προίκα («ἐγὼ δ' ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ', ὅσο' οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.)
3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια
4. αφιερώματα που προσφέρονται από ευγνωμοσύνη ή για παράκληση, ευχαριστήρια δώρα
5. (στον ενικό) τὸ μείλιον
οτιδήποτε συντελεί στην κατάπαυση της κακοκαιρίας η οποία εμποδίζει ένα ταξίδι, εξιλαστήρια δώρα
6. προσφορά σε θεότητα
7. ικανοποίηση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μείλιχος.
Greek Monotonic
μείλια: -ίων, τά,
I. καταπραϋντικά αντικείμενα, δώρα που προκαλούν ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στον ενικ., γοητεία, φυλαχτό, σε Ανθ.