μετάλλατος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάλλατος]], -ον (Α) [[μεταλλώ]]<br />(δωρ. τ. [[αντί]] μετάλλητος)<br />αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=[[μετάλλατος]], -ον (Α) [[μεταλλώ]]<br />(δωρ. τ. [[αντί]] μετάλλητος)<br />αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετάλλᾱτος:''' Δωρ. αντί <i>μετάλλητος</i>, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάλλᾱτος Medium diacritics: μετάλλατος Low diacritics: μετάλλατος Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΤΟΣ
Transliteration A: metállatos Transliteration B: metallatos Transliteration C: metallatos Beta Code: meta/llatos

English (LSJ)

Dor. for Μετάλλητος,

   A to be searched out, Pi.P.4.164.

Greek (Liddell-Scott)

μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.

English (Slater)

μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.)
   1 to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)

Greek Monolingual

μετάλλατος, -ον (Α) μεταλλώ
(δωρ. τ. αντί μετάλλητος)
αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.).

Greek Monotonic

μετάλλᾱτος: Δωρ. αντί μετάλλητος, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.