μεταλλώ

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

μεταλλῶ, -άω (Α)
1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.)
2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον
3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα, μετάλλασέν τέ νιν», Πίνδ.)
4. (με αιτ. και με πρόθ.) ερωτώ για κάποιον ή για κάτι, θέλω να μάθω («ἀμφ' ἑτάροιο μεταλλῆσαι τὰ ἕκαστα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μέταλλο].