μελίθρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίθρεπτος]], -ον)<br />αυτός που τρέφεται με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[θρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαμμό</i>-<i>θρεπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μελίθρεπτος]], -ον)<br />αυτός που τρέφεται με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[θρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαμμό</i>-<i>θρεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος με [[μέλι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:17, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθρεπτος Medium diacritics: μελίθρεπτος Low diacritics: μελίθρεπτος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: melíthreptos Transliteration B: melithreptos Transliteration C: melithreptos Beta Code: meli/qreptos

English (LSJ)

ον,

   A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).

German (Pape)

[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].

Greek Monotonic

μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.