μυάγρα: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]], <i>πυρ</i>-[[άγρα]])].
|mltxt=η (Α [[μυάγρα]] και ιων. τ. μυάγρη)<br />[[παγίδα]] με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, [[ποντικοπαγίδα]], [[φάκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> φωτιστική [[συσκευή]] αποτελούμενη από [[τρεις]] λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ασπάραγος]] ο [[πετραίος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας [[ξύλον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[άγρα]], <i>πυρ</i>-[[άγρα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυάγρα:''' ἡ ([[μῦς]]), [[ποντικοπαγίδα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάγρα Medium diacritics: μυάγρα Low diacritics: μυάγρα Capitals: ΜΥΑΓΡΑ
Transliteration A: myágra Transliteration B: myagra Transliteration C: myagra Beta Code: mua/gra

English (LSJ)

ἡ, (μῦς)

   A mouse-trap, AP9.410 (Tull. Sab.), Poll.7.41:— also μύαγρον, τό, Gloss.    II = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, die Mäusefalle, Tull. Gem. 9 (IX, 410).

Greek (Liddell-Scott)

μυάγρα: ἡ, (μῦς) παγὶς πρὸς σύλληψιν μυῶν, Ἀνθ. Π. 9. 410, Πολυδ. Ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souricière.
Étymologie: μῦς, ἄγρα.

Greek Monolingual

η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη)
παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα
νεοελλ.
ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω
αρχ.
1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος
2. (κατά τον Δουκάγγ.) «τὸ άναρριπτόμενον της μυάγρας ξύλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδ-άγρα, πυρ-άγρα)].

Greek Monotonic

μυάγρα: ἡ (μῦς), ποντικοπαγίδα, σε Ανθ.