μνιαρός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνιαρός]], -ά, -όν (Α) [[μνίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μνία<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[μαλακός]] όπως τα μνία.
|mltxt=[[μνιαρός]], -ά, -όν (Α) [[μνίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μνία<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[μαλακός]] όπως τα μνία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνιᾰρός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, [[απαλός]] σαν [[βρύο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῐᾰρός Medium diacritics: μνιαρός Low diacritics: μνιαρός Capitals: ΜΝΙΑΡΟΣ
Transliteration A: mniarós Transliteration B: mniaros Transliteration C: mniaros Beta Code: mniaro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167.    2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Ueberhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.

Greek Monolingual

μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.

Greek Monotonic

μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.