Νεῖλος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(SL_2)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Νεῑλος</b> the [[river]], [[furthest]] [[point]] of [[sailing]] to the [[south]]. ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his [[hospitality]] knows no bounds or seasons) (I. 2.42) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ [[ἑκατέρωθεν]] παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων [[εἰπεῖν]] Σ.) (I. 6.23) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου [[κέρας]] fr. 201. 2. as [[god]], Νείλοιο πρὸς [[πῖον]] [[τέμενος]] Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ [[τοῦ]] [[Διός]] φησιν, [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς [[θεός]]. Σ: a ref. to [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]?) (P. 4.56) [[test]]., Philostratus Maior, imag. (I. 5.2), ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, [[ὅθεν]] ἄρχεται (sc. ὁ [[Νεῖλος]]), [[ταμίας]] [[αὐτῷ]] [[δαίμων]] ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις [[σύμμετρος]]. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως [[τῶν]] ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.
|sltr=<b>Νεῑλος</b> the [[river]], [[furthest]] [[point]] of [[sailing]] to the [[south]]. ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his [[hospitality]] knows no bounds or seasons) (I. 2.42) μυρίαι δ' ἔργων [[καλῶν]] τέτμανθ κέλευθοι καὶ [[πέραν]] Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ [[ἑκατέρωθεν]] παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων [[εἰπεῖν]] Σ.) (I. 6.23) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου [[κέρας]] fr. 201. 2. as [[god]], Νείλοιο πρὸς [[πῖον]] [[τέμενος]] Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ [[τοῦ]] [[Διός]] φησιν, [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς [[θεός]]. Σ: a ref. to [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]?) (P. 4.56) [[test]]., Philostratus Maior, imag. (I. 5.2), ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, [[ὅθεν]] ἄρχεται (sc. ὁ [[Νεῖλος]]), [[ταμίας]] [[αὐτῷ]] [[δαίμων]] ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις [[σύμμετρος]]. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως [[τῶν]] ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Νεῖλος:''' ὁ, ο [[ποταμός]] Νείλος, πρώτη [[φορά]] αναφέρεται στον Ησίοδ.· στον Όμηρ. ο [[ποταμός]] ονομάζεται ως [[Αἴγυπτος]].
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεῖλος Medium diacritics: Νεῖλος Low diacritics: Νείλος Capitals: ΝΕΙΛΟΣ
Transliteration A: Neîlos Transliteration B: Neilos Transliteration C: Neilos Beta Code: *nei=los

English (LSJ)

ὁ,

   A Nile, Hes.Th.338, etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νεῖλος: ὁ, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θ. 338· ― παρ’ Ὁμ. ὁ ποταμὸς καλεῖται Αἴγυπτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Nil.

English (Slater)

Νεῑλος the river, furthest point of sailing to the south. ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: his hospitality knows no bounds or seasons) (I. 2.42) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους (τὰ δὲ ἑκατέρωθεν παρείληφε πέρατα, τὴν σύμπασαν οἰκουμένην θέλων εἰπεῖν Σ.) (I. 6.23) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 2. as god, Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα (τὴν Λιβύην φησίν. τὸν Νεῖλον ἀντὶ τοῦ Διός φησιν, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις τιμᾶται ὡς θεός. Σ: a ref. to Ζεὺς Ἄμμων?) (P. 4.56) test., Philostratus Maior, imag. (I. 5.2), ad quoddam carmen Pindari, ut vid., spectans, ἐν Αἰθιοπίᾳ δὲ, ὅθεν ἄρχεται (sc. ὁ Νεῖλος), ταμίας αὐτῷ δαίμων ἐφέστηκεν, ὑφ' οὗ πέμπεται ταῖς ὥραις σύμμετρος. v. ad fr. 282, = Σ, Arat. 283, τὸν παρὰ τῷ Πινδάρῳ ἑκατοντορόγυιον ἀνδριάντα (δαίμονα coni. Wil.), ἀφ' οὗ τῆς κινησέως τῶν ποδῶν τὸν Νεῖλον πλημμυρεῖν.

Greek Monotonic

Νεῖλος: ὁ, ο ποταμός Νείλος, πρώτη φορά αναφέρεται στον Ησίοδ.· στον Όμηρ. ο ποταμός ονομάζεται ως Αἴγυπτος.