νῆσσα: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[νῆσσα]] και αττ. τ. [[νῆττα]] και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)<br />[[γένος]] νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών νησσιδών, κν. [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την [[πάπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>nti</i><i>ә</i> «[[πάπια]]» με <i>n</i>- φωνηεντικό, θ. σε -<i>ti</i>- (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>antis</i>, αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>t</i><i>ī</i>, αμφίβολης σημ., λατ. <i>anas</i>, <i>anatis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>anut</i> <b>κ.λπ.</b>), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό [[φωνήεν]] <i>n</i><i>ā</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> <i>νᾶσσα</i>) και κατάλ. -<i>yă</i> χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[μέλισσα]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[θέμα]] <i>νη</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» δεν φαίνεται πιθανή]. | |mltxt=η (Α [[νῆσσα]] και αττ. τ. [[νῆττα]] και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)<br />[[γένος]] νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών νησσιδών, κν. [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την [[πάπια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>nti</i><i>ә</i> «[[πάπια]]» με <i>n</i>- φωνηεντικό, θ. σε -<i>ti</i>- (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>antis</i>, αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>t</i><i>ī</i>, αμφίβολης σημ., λατ. <i>anas</i>, <i>anatis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>anut</i> <b>κ.λπ.</b>), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό [[φωνήεν]] <i>n</i><i>ā</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> <i>νᾶσσα</i>) και κατάλ. -<i>yă</i> χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> [[κίσσα]], [[μέλισσα]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το [[θέμα]] <i>νη</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» δεν φαίνεται πιθανή]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νῆσσα:''' βλ. [[νῆττα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. νῆττα.
German (Pape)
[Seite 254] ἡ, die Schwimmende (νέω), die Ente, Luc. Iud. Voc. 8. S. das att. νῆττα.
Greek (Liddell-Scott)
νῆσσα: ἴδε ἐν λ. νῆττα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
canard, oiseau.
Étymologie: νέω².
Greek Monolingual
η (Α νῆσσα και αττ. τ. νῆττα και βοιωτ. δωρ. τ. νᾱσσα)
γένος νηκτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια τών νησσιδών, κν. πάπια
νεοελλ.
φρ. «ποιεί την νήσσαν» — υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει ή υποκρίνεται ότι δεν ξέρει, αλλ. κάνει την πάπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. ntiә «πάπια» με n- φωνηεντικό, θ. σε -ti- (πρβλ. λιθουαν. antis, αρχ. ινδ. ātī, αμφίβολης σημ., λατ. anas, anatis, αρχ. άνω γερμ. anut κ.λπ.), λαρυγγικό φθόγγο (απ' όπου το μακρό φωνήεν nā- του τ., πρβλ. νᾶσσα) και κατάλ. -yă χαρακτηριστική θηλυκών ονομάτων ζώων (πρβλ. κίσσα, μέλισσα). Η σύνδεση της λ. με το θέμα νη- του νήχω «κολυμπώ» δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
νῆσσα: βλ. νῆττα.