μυοκτόνος: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μυοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυοκτόνο</i><br />[[φάρμακο]] με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, [[ποντικοφάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μυοκτόνος]]<br />[[είδος]] του φυτού ακονίτου, το [[μυοφόνον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]]. | |mltxt=-ο (ΑΜ [[μυοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μυοκτόνο</i><br />[[φάρμακο]] με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, [[ποντικοφάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μυοκτόνος]]<br />[[είδος]] του φυτού ακονίτου, το [[μυοφόνον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μυοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κτείνω)
A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159. II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
Greek (Liddell-Scott)
μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.
Greek Monotonic
μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.