οἰμάω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
|mltxt=[[οἰμάω]] (Α)<br />(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)<br /><b>1.</b> (συν. για αρπακτικά πτηνά) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] («[[κίρκος]]... ῥηιδίως οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]], [[σπεύδω]] («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οίμα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>οἴμησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ορμώ]] με [[αρπακτικότητα]] ή επιτίθεμαι, χιμάω στη [[λεία]] μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· [[κίρκος]] οἴμησε [[μετὰ]] τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα [[περιστέρι]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., ρίχνομαι, [[εφορμώ]], [[τρέχω]], [[σπεύδω]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμάω Medium diacritics: οἰμάω Low diacritics: οιμάω Capitals: ΟΙΜΑΩ
Transliteration A: oimáō Transliteration B: oimaō Transliteration C: oimao Beta Code: oi)ma/w

English (LSJ)

(οἴμη) only fut. and aor.,

   A swoop or pounce upon, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308, cf. 311 ; κίρκος . . οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib.140.    2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62.

Greek (Liddell-Scott)

οἰμάω: (οἴμη), ἐν χρήσει μόνον κατὰ μέλλ. καὶ ἀόρ., ὁρμῶ, κάμνω ἔφοδον ἐπί τινος, «χοιμάω» κατεπάνω τινός, οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥστ’ αἰετὸς Ἰλ. Χ. 308, 311, Ὀδ. Ω. 538 κίρκος … οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, ὥρμησε καταδιώκων περιστεράν, Ἰλ. Χ. 140. 2) ἀπολ., ὁρμῶ, τρέχω, σπεύδω, θύννοι δ’ οἰμήσουσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. f. οἰμήσω, et ao. épq. οἴμησα;
s’élancer avec impétuosité, fondre sur.
Étymologie: οἶμος.

Greek Monolingual

οἰμάω (Α)
(ποιητ., μόνο στον μέλλ. και αόρ.)
1. (συν. για αρπακτικά πτηνά) ορμώ, εφορμώ, χυμώκίρκος... ῥηιδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν», Ομ. Ιλ.)
2. τρέχω, σπεύδω («θύννοι δ' οἰμήσουσι σεληναίης διὰ νυκτός», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίμα].

Greek Monotonic

οἰμάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ οἴμησα·
1. ορμώ με αρπακτικότητα ή επιτίθεμαι, χιμάω στη λεία μου, λέγεται για αετό, σε Όμηρ.· κίρκος οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, όρμησε σ' ένα περιστέρι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., ρίχνομαι, εφορμώ, τρέχω, σπεύδω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.