ὀλβιόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβιόδωρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που χαρίζει, που παρέχει [[ευτυχία]] («ἵν' ἁ [[ὀλβιόδωρος]] αὔξει ζαθέα [[χθών]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
|mltxt=[[ὀλβιόδωρος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που χαρίζει, που παρέχει [[ευτυχία]] («ἵν' ἁ [[ὀλβιόδωρος]] αὔξει ζαθέα [[χθών]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευδαίμων]], [[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῶρον]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>δωρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβιόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που παρέχει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβιόδωρος Medium diacritics: ὀλβιόδωρος Low diacritics: ολβιόδωρος Capitals: ΟΛΒΙΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: olbiódōros Transliteration B: olbiodōros Transliteration C: olviodoros Beta Code: o)lbio/dwros

English (LSJ)

ον,

   A bestowing bliss, χθών (as v.l. for βιόδωρος) E.Hipp.749 (lyr.) ; μέθυ AP11.60.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 318] Glück gebend, spendend, χθών, Eur. Hipp. 750.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόδωρος: -ον, ὁ δωρούμενος ὄλβον, ὁ παρέχων εὐτυχίαν, χθὼν ὀλβ. Εὐρ. Ἱππ. 750. ― οὕτως, ὀλβιο-δώτης, ου, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ὁ πάροχος μακαριότητος, Ὀρφ. Ὕμν. 33. 2· θηλ. -δῶτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne le bonheur.
Étymologie: ὄλβιος, δῶρον.

Greek Monolingual

ὀλβιόδωρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν' ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

ὀλβιόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που παρέχει ευδαιμονία, ευτυχία, σε Ευρ.