βιόδωρος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
βιόδωρον, life-giving, ἀμαχανίας ἄκος Pi.Pae.3.26; νύμφαις… ποταμοῦ παισίν β. A.Fr.168 (hex.); αἶα S.Ph.1162 (lyr.): in late Prose, γῆ Artem.2.39.
Spanish (DGE)
-ον
que da vida poét. βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pi.Fr.52d.26, Ἰνάχου Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν βιοδώροις A.Fr.168.17, αἶα S.Ph.1162, en prosa tard. γῆ Artem.2.39.
German (Pape)
[Seite 445] (Suid. βιοδώρα γῆ), Leben schenkend, Lebensunterhalt schenkend, αἶα Soph. Phil. 1147; Eur. Hipp. 750; vgl. Artemid. 2, 39; Ἰνάχου παῖδες βιόδωροι poet. bei Plat. Rep II, 381 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne la vie, nourricier, fécond.
Étymologie: βίος, δῶρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιόδωρος -ον βίος, δίδωμι leven schenkend, vruchtbaar.
Russian (Dvoretsky)
βιόδωρος: Soph., Eur., Plat. = βιοδότης.
Greek (Liddell-Scott)
βιόδωρος: -ον, ὁ ζωῆς πάροχος, Ποιητ. ἐν Πλάτ. Πολ. 381D, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 170· γῆ Σοφ. Φ. 1162.
English (Slater)
βῐόδωρος
1 life giving εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος (Pae. 4.26)
Greek Monolingual
βιόδωρος, -ον (Α)
αυτός που χαρίζει ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -δωρος < δώρον].
Greek Monotonic
βῐόδωρος: -ον, αυτός που δωρίζει τη ζωή, ποιητ. σε Πλάτ., Σοφ.
Middle Liddell
life-giving, Poeta ap. Plat., Soph.