ὁμαιμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὁμαιμοσύνη]]) [[όμαιμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ομαίμου, η εξ αίματος [[συγγένεια]].
|mltxt=η (Α [[ὁμαιμοσύνη]]) [[όμαιμος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ομαίμου, η εξ αίματος [[συγγένεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμαιμοσύνη:''' ἡ, [[συγγένεια]] εξ αίματος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμαιμοσύνη Medium diacritics: ὁμαιμοσύνη Low diacritics: ομαιμοσύνη Capitals: ΟΜΑΙΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: homaimosýnē Transliteration B: homaimosynē Transliteration C: omaimosyni Beta Code: o(maimosu/nh

English (LSJ)

ἡ, = sq., APl.4.128.

German (Pape)

[Seite 328] ἡ, Blutsverwandtschaft, Ep. ad. 306 (Plan. 128).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμαιμοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Πλαν. 128.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
parenté par le sang.
Étymologie: ὅμαιμος.

Greek Monolingual

η (Α ὁμαιμοσύνη) όμαιμος
η ιδιότητα του ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια.

Greek Monotonic

ὁμαιμοσύνη: ἡ, συγγένεια εξ αίματος, σε Ανθ.