ὁμίλημα: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμίλημα:''' [ῑ], -ατος, τό ([[ὁμιλέω]]), [[σχέση]], [[συναναστροφή]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλημα Medium diacritics: ὁμίλημα Low diacritics: ομίλημα Capitals: ΟΜΙΛΗΜΑ
Transliteration A: homílēma Transliteration B: homilēma Transliteration C: omilima Beta Code: o(mi/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b.    II of a person, κακὸν ὁ. bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.

German (Pape)

[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet d’entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.

Greek Monolingual

το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὁμίλημα: [ῑ], -ατος, τό (ὁμιλέω), σχέση, συναναστροφή, σε Πλάτ.