ὀριγνάομαι: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />s’allonger :<br /><b>1</b> <i>abs.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> s’allonger pour saisir ; <i>avec</i> acc. : se saisir de, obtenir.<br />'''Étymologie:''' ὀρέγομαι, [[ὀρέγω]]. | |btext=-ῶμαι;<br />s’allonger :<br /><b>1</b> <i>abs.</i><br /><b>2</b> <i>avec un rég.</i> s’allonger pour saisir ; <i>avec</i> acc. : se saisir de, obtenir.<br />'''Étymologie:''' ὀρέγομαι, [[ὀρέγω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀριγνάομαι:''' (ὀρέγομαι), μέλ. <i>-ήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> τεντώνομαι, <i>ἔγχεσιν ὠριγνῶντο</i>, μάχονταν με προτεταμένα τα δόρατα, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., τεντώνομαι για να φτάσω [[κάτι]], [[αποβλέπω]], [[επιθυμώ]], σε Ευρ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ήσομαι D.C.41.53 : aor. ὠριγνήθην Antipho Soph. 21, Isoc.Ep.6.9 :—stretch oneself, like ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο they fought with outstretched spears, Hes.Sc.190. 2 c. gen., stretch oneself after a thing, aim at, grasp at, ὅτε . . θηρῶν ὀριγνῷτο E.Ba.1255 ; ποίας δόξης Isoc. l. c.; τελαμῶνος Theoc.24.44 ; κερδέων Herod.7.37 ; χορείας Pl.Ax.366a ; τοῦ πλείονος Socr.Ep.29, D.C.l.c.; aim at, strive, c. inf., κενῶσαι τελέως Gal. 11.363 ; νικῆσαι Id.10.5. 3 reach, win, Δήμητρος εὐνῆς D.H.1.61 (v.l. εὐνήν).
German (Pape)
[Seite 377] = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε θηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ὀριγνάομαι: μέλλ. -ήσομαι Δίων Κ. 41. 53· ἀόρ. ὠριγνήθην Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ., Ἰσοκρ. 419Ε· ἀποθ. Τανύω ἢ ἐκτείνω ἐμαυτόν, ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἔγχεσιν ἠδ’ ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶτο, ἐμάχοντο μὲ ἐκτετεμένα δόρατα, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 190. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνομαι πρός τι πρᾶγμα, ἀποβλέπω εἴς τι, ὀρέγομαι, ὅτε ... θηρῶν ὠριγνῷτο Εὐρ. Βάκχ. 1255· ποίας δόξης Ἰσοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τελαμῶνος Θεόκρ. 24. 44· χορείας Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Α· τοῦ πλείονος Σωκρ. Ἐπιστ. 29. 3) μετ’ αἰτ., ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ, προσπαθῶ νὰ ἀπολαύσω, Δήμητρος εὐνὴν ὀριγνάμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. ὀρίγναμαι) Διον. Ἁλ. 1. 61. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀριγνᾶσθαι· ἐπιθυμεῖν, ὀρέγεσθαι», καὶ «ὀριγνώμενοι· ἐπιθυμοῦντες», καὶ κατὰ Φώτιον: «ὀριγνηθῆναι· ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆσαι», «ὀριγνώμεθα· ὀρεγόμεθα».
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s’allonger :
1 abs.
2 avec un rég. s’allonger pour saisir ; avec acc. : se saisir de, obtenir.
Étymologie: ὀρέγομαι, ὀρέγω.
Greek Monotonic
ὀριγνάομαι: (ὀρέγομαι), μέλ. -ήσομαι·
1. τεντώνομαι, ἔγχεσιν ὠριγνῶντο, μάχονταν με προτεταμένα τα δόρατα, σε Ησίοδ.
2. με γεν., τεντώνομαι για να φτάσω κάτι, αποβλέπω, επιθυμώ, σε Ευρ., Θεόκρ.