ὀρνιθοσκόπος: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | |mltxt=[[ὀρνιθοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει το [[μέλλον]] από την [[παρατήρηση]] του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — [[εδώλιο]] ορνιθοσκόπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνις]], -<i>ιθος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρνῑθοσκόπος:''' -ον ([[σκοπέω]]), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το [[μέλλον]] ερμηνεύοντας το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[οιωνοσκόπος]], [[θᾶκος]] ὀρνιθοσκόπου, το [[κάθισμα]] του οιωνοσκόπου, Λατ. [[templum]] [[augurale]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr.Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc. ; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.
German (Pape)
[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].
Greek Monotonic
ὀρνῑθοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το μέλλον ερμηνεύοντας το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, οιωνοσκόπος, θᾶκος ὀρνιθοσκόπου, το κάθισμα του οιωνοσκόπου, Λατ. templum augurale, σε Σοφ.