ὀλιγοετία: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλιγοετία]], ἡ (Α) [[ολιγοετής]]<br />η νεαρή [[ηλικία]], η [[νεότητα]]. | |mltxt=[[ὀλιγοετία]], ἡ (Α) [[ολιγοετής]]<br />η νεαρή [[ηλικία]], η [[νεότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγοετία:''' ἡ ([[ἔτος]]), το να έχει ζήσει [[κάποιος]] [[λίγα]] χρόνια, [[νεότητα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fewness of years, youth, X.Cyr.1.4.3.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, Alter von wenig Jahren, Jugend, Xen. Cyr. 1, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοετία: ἡ, ὀλιγότης ἐτῶν, νεότης, Ξεν. Κυρ. 1. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jeune âge, jeunesse.
Étymologie: ὀλίγος, ἔτος.
Greek Monolingual
ὀλιγοετία, ἡ (Α) ολιγοετής
η νεαρή ηλικία, η νεότητα.
Greek Monotonic
ὀλῐγοετία: ἡ (ἔτος), το να έχει ζήσει κάποιος λίγα χρόνια, νεότητα, σε Ξεν.