ὅριος: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(Bailly1_4) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />protecteur des limites, des bornes <i>en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρος]]. | |btext=ος, ον :<br />protecteur des limites, des bornes <i>en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὅριος:''' -ον ([[ὅρος]]), [[συνοριακός]], [[Ζεὺς]] [[ὅριος]], [[φύλακας]] των σημαδιών που καθορίζουν τα [[σύνορα]], Λατ. [[Terminus]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὅρος)
A of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of boundaries and landmarks, Pl.Lg.842e, D.7.39. II = Lat. Terminus, D.H.2.74, Plu.Num.16.
German (Pape)
[Seite 378] die Gränze betreffend; Ζεὺς ὅριος, der Beschützer der Gränzen, Plat. Legg. VIII, 842 e, wie Dem. 7, 40; θεός, Plut. Num. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὅριος: -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, Ζεὺς ὅριος, ὁ φύλαξ τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, ἤτοι τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
protecteur des limites, des bornes en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome.
Étymologie: ὅρος.
Greek Monotonic
ὅριος: -ον (ὅρος), συνοριακός, Ζεὺς ὅριος, φύλακας των σημαδιών που καθορίζουν τα σύνορα, Λατ. Terminus, σε Δημ.