ὀρθόστατος: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρθόστατος]], -ον (Α)<br />αυτός που στέκεται όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στατος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στατος</i>].
|mltxt=[[ὀρθόστατος]], -ον (Α)<br />αυτός που στέκεται όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στατος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στατος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρθόστᾰτος:''' -ον ([[στῆναι]]), αυτός που στέκεται [[ορθός]], όρθιος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόστᾰτος Medium diacritics: ὀρθόστατος Low diacritics: ορθόστατος Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: orthóstatos Transliteration B: orthostatos Transliteration C: orthostatos Beta Code: o)rqo/statos

English (LSJ)

ον,

   A upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Greek Monolingual

ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].

Greek Monotonic

ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.