ὀρτυγομήτρα: Difference between revisions
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀρτυγομήτρα]])<br />[[είδος]] πτηνού το οποίο αποδημεί [[μαζί]] με τα ορτύκια, πιθ. το [[πτηνό]] [[κρεξ]], κν. [[ορτυγομάνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] της Λητούς στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[μήτρα]]. | |mltxt=η (Α [[ὀρτυγομήτρα]])<br />[[είδος]] πτηνού το οποίο αποδημεί [[μαζί]] με τα ορτύκια, πιθ. το [[πτηνό]] [[κρεξ]], κν. [[ορτυγομάνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] της Λητούς στον Αριστοφάνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> [[μήτρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρτῠγομήτρα:''' ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια <i>Rallus crex</i>, που κωμικά λέγεται για τη [[Λητώ]], η [[μητέρα]] από την [[Ορτυγία]] (πρβλ. [[Ὀρτυγία]]), σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a bird which migrates with quails, perh. corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31 ; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.
Greek Monolingual
η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.
Greek Monotonic
ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια Rallus crex, που κωμικά λέγεται για τη Λητώ, η μητέρα από την Ορτυγία (πρβλ. Ὀρτυγία), σε Αριστοφ.