ὀχλοκρατία: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀχλοκρατία]] και δ. γραφ. [[ὀχλοκρασία]] και ὀχλοκράτεια)<br />[[πολιτική]] [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία επικρατεί ο όχλος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ὀχλοκρατία]] και δ. γραφ. [[ὀχλοκρασία]] και ὀχλοκράτεια)<br />[[πολιτική]] [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία επικρατεί ο όχλος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄχλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀχλοκρᾰτία:''' ἡ, [[κυριαρχία]] του όχλου, κατώτατη [[βαθμίδα]] της δημοκρατίας, σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A mob-rule, the lowest grade of democracy, Plb.6.4.6, 6.57.9, Plu.2.826f, etc.: -κρασία is v. l. in Ph.1.41, Max. Tyr.33.6.
German (Pape)
[Seite 431] ἡ, Herrschaft des großen Haufens, Pöbelherrschaft, Pol. 6, 4, 6. 57, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλοκρᾰτία: ἡ, τὸ πολίτευμα, καθ’ ὃ κυβερνᾷ ὁ ὄχλος, ὁ κατώτατος τῆς δημοκρατίας βαθμός, Πολύβ. 6. 4, 6., 57 9, Πλούτ. 2. 826F, κτλ.· - τοὺς τύπους ὀχλοκράτεια ἢ -κρασία κατακρίνει ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ 526.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gouvernement exercé par la multitude.
Étymologie: ὄχλος, κρατέω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀχλοκρατία και δ. γραφ. ὀχλοκρασία και ὀχλοκράτεια)
πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατεί ο όχλος
νεοελλ.
μτφ. αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κρατία (< -κράτης < κρατῶ), πρβλ. δημο-κρατία].
Greek Monotonic
ὀχλοκρᾰτία: ἡ, κυριαρχία του όχλου, κατώτατη βαθμίδα της δημοκρατίας, σε Πολύβ.