πάναγρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάναγρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγρεύει τα [[πάντα]], που συλλαμβάνει [[κάθε]] είδους [[θήραμα]], [[πανάγρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>αγρος</i>].
|mltxt=[[πάναγρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγρεύει τα [[πάντα]], που συλλαμβάνει [[κάθε]] είδους [[θήραμα]], [[πανάγρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>αγρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνᾰγρος:''' -ον, ([[ἄγρα]]), [[αλιεύς]] των πάντων.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάναγρος Medium diacritics: πάναγρος Low diacritics: πάναγρος Capitals: ΠΑΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: pánagros Transliteration B: panagros Transliteration C: panagros Beta Code: pa/nagros

English (LSJ)

ον, (ἄγρα)

   A catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487; δίκτυον Ath. 1.25b: metaph., λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674.

German (Pape)

[Seite 456] Alles fangend; λίνον, ein großes Fischernetz, Il. 5, 487; δίκτυον, Ath. I, 25 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, λίνον π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. δίκτυον Ἀθήν. 25Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut saisir ou contenir toute espèce de proie (filet, volière).
Étymologie: πᾶν, ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἀγρέω=αἱρέω): alltaking, all-catching, Il. 5.487†.

Greek Monolingual

πάναγρος, -ον (Α)
αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ-αγρος].

Greek Monotonic

πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα), αλιεύς των πάντων.