παλίμποινος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίμποινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανταποδίδει, [[εκδικητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παλίμποινα</i><br />[[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]])]. | |mltxt=[[παλίμποινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανταποδίδει, [[εκδικητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ παλίμποινα</i><br />[[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποινή]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίμποινος:''' -ον ([[ποινή]]), [[εκδικητικός]]· <i>παλίμποινα</i>, <i>τά</i>, [[εκδίκηση]], [[εξόφληση]], αποπληρωμή, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A retributive, δίκαι Max.17. II παλίμποινα, τά, retribution, repayment, A.Ch.793 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 449] wieder vergeltend, τὸ παλ., die Vergeltung, Rache, Aesch. Ch. 782.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμποινος: -ον, ὁ ἀνταποδίδων, ἐκδικητικός, δίκαι Μάξιμ. π. καταρχ. 17. ΙΙ. παλίμποινα, τά, ἀνταπόδοσις, πληρωμή, ἐκδίκησις, Αἰσχύλ. Χο. 793.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. qui châtie en retour ; τὰ παλίμποινα ESCHL châtiment, vengeance.
Étymologie: πάλιν, ποινή.
Greek Monolingual
παλίμποινος, -ον (Α)
1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα
ανταπόδοση, εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ποινος (< ποινή)].
Greek Monotonic
πᾰλίμποινος: -ον (ποινή), εκδικητικός· παλίμποινα, τά, εκδίκηση, εξόφληση, αποπληρωμή, σε Αισχύλ.