πάμπρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμπρεπτος]], -ον (Α)<br />ο [[τελείως]] [[ξεχωριστός]], [[λαμπρότατος]] («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πρεπτος</i>].
|mltxt=[[πάμπρεπτος]], -ον (Α)<br />ο [[τελείως]] [[ξεχωριστός]], [[λαμπρότατος]] («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>πρεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάμπρεπτος:''' -ον ([[πρέπω]]), [[περίλαμπρος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπρεπτος Medium diacritics: πάμπρεπτος Low diacritics: πάμπρεπτος Capitals: ΠΑΜΠΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: pámpreptos Transliteration B: pampreptos Transliteration C: pampreptos Beta Code: pa/mpreptos

English (LSJ)

ον,

   A all-conspicuous, ἕδραι A.Ag.117(lyr.).

German (Pape)

[Seite 454] sehr ausgezeichnet, ἕδρα, Aesch. Ag. 117.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπρεπτος: -ον, περίβλεπτος, λαμπρότατος, ἕδραι Αἰσχύλου Ἀγ. 117· πρβλ. εὔπρεπτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible pour tous, bien en vue.
Étymologie: πᾶν, πρέπω.

Greek Monolingual

πάμπρεπτος, -ον (Α)
ο τελείως ξεχωριστός, λαμπρότατος («παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πρεπτός (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος].

Greek Monotonic

πάμπρεπτος: -ον (πρέπω), περίλαμπρος, σε Αισχύλ.