παραναδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[αναδύομαι]]<br />[[αναδύομαι]] [[δίπλα]] σε κάποιον ή [[βγαίνω]] από [[κάπου]] έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραναδύομαι:''' Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., [[έρχομαι]] [[μπροστά]] και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραναδύομαι Medium diacritics: παραναδύομαι Low diacritics: παραναδύομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΑΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paranadýomai Transliteration B: paranadyomai Transliteration C: paranadyomai Beta Code: paranadu/omai

English (LSJ)

Med., with aor. 2 and pf. Act.,

   A creep, crawl out, ἐκ τῶν λίκνων Plu.Alex.2.

German (Pape)

[Seite 490] (s. δύω), mit dem aor. παρανέδυν, daneben herauskommen, hervortauchen, Plut. Alex. 2, ἔκ τινος.

Greek (Liddell-Scott)

παραναδύομαι: Μέσ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐξέρχομαι, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἀναφαίνομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀλέξ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. παραναδύσομαι, ao.2 παρανέδυν, etc.
sortir d’auprès de.
Étymologie: παρά, ἀναδύομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ αναδύομαι
αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραναδύομαι: Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., έρχομαι μπροστά και εμφανίζομαι δίπλα ή κοντά, σε Πλούτ.