παλίντιτος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίντιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[τιμωρία]] θα γίνει στο [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[εκτιμώ]], [[πληρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τιτος</i>)].
|mltxt=[[παλίντιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[τιμωρία]] θα γίνει στο [[μέλλον]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποδίδει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> <i>τίω</i> «[[εκτιμώ]], [[πληρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>τιτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίντῐτος:''' -ον ([[τίνω]]) όπως το [[ἄντιτος]], [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίντῐτος Medium diacritics: παλίντιτος Low diacritics: παλίντιτος Capitals: ΠΑΛΙΝΤΙΤΟΣ
Transliteration A: palíntitos Transliteration B: palintitos Transliteration C: palintitos Beta Code: pali/ntitos

English (LSJ)

ον, (τίνω)

   A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379.    II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.

English (Autenrieth)

(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.

Greek Monolingual

παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ-τιτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.