παραπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε μια [[πράξη]], [[συμπράττω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άδικα, [[ιδίως]] [[εισπράττω]] χρήματα [[κατά]] τρόπο άδικο ή παράνομο.
|mltxt=και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε μια [[πράξη]], [[συμπράττω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άδικα, [[ιδίως]] [[εισπράττω]] χρήματα [[κατά]] τρόπο άδικο ή παράνομο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] [[εκτός]] ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπράσσω Medium diacritics: παραπράσσω Low diacritics: παραπράσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: paraprássō Transliteration B: paraprassō Transliteration C: paraprasso Beta Code: parapra/ssw

English (LSJ)

Att. παραπράττω, Ion. παραπρήσσω,

   A do a thing beside or beyondthe main purpose, Hdt.5.45 ; οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. D.C. 76.7.    II help in doing, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος S.Aj.261 (anap.).    III act unjustly, esp. exact money illegally, Plu.Agis 16 :—Pass., Wilcken Chr.238.6 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 495] att. -ττω, daneben thun, Nebendinge treiben, die nicht zur Hauptsache gehören, Her. 5, 45; neben πολυπραγμονεῖν, D. Sic. 76, 7; – μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος, theilnehmen, Soph. Ai. 254; Sp. – Geld widerrechtlich eintreiben, Plut. Agis 16.

Greek (Liddell-Scott)

παραπράσσω: Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ.πράττω ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.

French (Bailly abrégé)

I. agir autrement qu’il ne faut, càd :
1 agir contrairement à des avis ou à des instructions;
2 contrevenir, faillir;
II. exiger illégalement, acc..
Étymologie: παρά, πράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α
1. κάνω κάτι που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου
2. βοηθώ σε μια πράξη, συμπράττω
3. κάνω κάτι άδικα, ιδίως εισπράττω χρήματα κατά τρόπο άδικο ή παράνομο.

Greek Monotonic

παραπράσσω: Αττ. -ττω, Ιων. -πρήσσω, μέλ. -ξω·
I. κάνω κάτι εκτός ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.
II. βοηθώ στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Σοφ.