παιδαγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> παιδαγωγήσω, <i>ao. inus., pf.</i> πεπαιδαγώγηκα;<br /><b>1</b> diriger <i>ou</i> instruire des enfants;<br /><b>2</b> diriger, gouverner (les désirs, les passions, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παιδαγωγός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> παιδαγωγήσω, <i>ao. inus., pf.</i> πεπαιδαγώγηκα;<br /><b>1</b> diriger <i>ou</i> instruire des enfants;<br /><b>2</b> diriger, gouverner (les désirs, les passions, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παιδαγωγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιδᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., μέλ. <i>παιδαγωγήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. αʹ <i>ἐπαιδαγωγήθην</i>, παρακ. <i>πεπαιδαγώγημαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συνοδεύω]] ως [[παιδαγωγός]], [[ανατρέφω]] και [[διδάσκω]], [[μορφώνω]], σε Πλάτ.· [[παρακολουθώ]] [[συνεχώς]] την [[ανατροφή]] ενός παιδιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[μορφώνω]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδᾰγωγέω Medium diacritics: παιδαγωγέω Low diacritics: παιδαγωγέω Capitals: ΠΑΙΔΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: paidagōgéō Transliteration B: paidagōgeō Transliteration C: paidagogeo Beta Code: paidagwge/w

English (LSJ)

pf.

   A πεπαιδαγώγηκα Luc.Tim.13:—Pass., fut. παιδαγωγήσομαι in pass. sense, Pl. Alc.1.135d: aor. ἐπαιδαγωγήθην Hp.Art.52, Pl.Lg.641b: pf. πεπαιδαγώγημαι Plu.Ant.10:—attend as a παιδαγωγός, lead or manage like a child, γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ' ἐγώ S.Fr.695 (= E.Ba. 193); ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην χρεών ; Id.Heracl.729:—Pass., of a child, Hp. l.c.    2 generally, train, guide, educate, moderate, τινα Pl. Tht.167c; τὰς ἐπιθυμίας Muson.Fr.7p.29H.; τὸ θέατρον . . π. τὰ ἤθη τῶν ὁρώντων Luc.Salt.72, cf. Tim.13; guide an elephant's trunk, Ael.NA2.11:—Pass., συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος well led, managed, Pl.Lg.641b; τὴν παιδαγωγηθεῖσαν οὕτω πόλιν ib.752c; ἂν ὑπὸ τοῦ λόγου παιδαγωγηθῇ τὸ πάθος Plu.2.443d.    3 attend like a παιδαγωγός, wait upon, follow, Pl.R.600e, Alc.1.135d.    4 'lead by the nose', cajole, in Pass., ὑπό τινος Hyp.Ath.3.

German (Pape)

[Seite 438] ein παιδαγωγός sein, Knaben leiten, erziehen u. übh. unterrichten, unterweisen; γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ' ἐγώ, Eur. Bacch. 193; Heracl. 729; Plat. Theaet. 167 c; παιδὸς ἑνὸς ἢ καὶ χοροῦ παιδαγωγηθέντος, Legg. I, 641 b; leiten, συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος, ibd.; vgl. Plut. Cleomen. 14, der es, wie Luc., oft übtr. braucht, πεπαιδαγωγημένος ἀκροᾶσθαι γυναικῶν, Anton. 10; kom. αὐτὸν ἡ δίκελλα πεπαιδαγώγηκεν, Luc. Tim. 13; – geleiten, auf dem Fuße folgen, ἐπαιδαγώγουν ὅπῃ ᾔεσαν, Plat. Rep. X, 600 e, vgl. Alc. I, 135 d, wo auch παιδαγωγήσομαι für fut. pass. steht.

Greek (Liddell-Scott)

παιδᾰγωγέω: πρκμ. πεπαιδαγώγηκα, Λουκιαν. Τίμ. 13. ― Παθ., μέλλ. παιδαγωγήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Πλάτ. Ἄλκ. 1. 135D: ἀόρ. ἐπαιδαγωγήθην Πλάτ.: πρκμ. πεπαιδαγώγημαι Πλούτ. Συνοδεύω ὡς παιδαγωγός, ἀνατρέφω καὶ διδάσκω, ἐκπαιδεύω, τινα Πλάτ. Θεαίτ. 167C, κκλ.· ὁδηγῶ ἢ περιποιοῦμαί τινα ὡς παιδίον, γέρων γέροντα παιδαγωγήσω σ’ ἐγὼ Σοφ. Ἀπόσπ. 623, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 193· ἦ παιδαγωγεῖν γὰρ τὸν ὁπλίτην χρεών; ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 729. ― Παθ., ἐπὶ παιδίου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820. 2) καθόλου, παιδεύω, μετριάζω, τὰς ἐπιθυμίας Μουσών. παρὰ Στοβ. 202. 29, πρβλ. Πλούτ. 2. 443D, οὕτω, τὸ θέατρον .. π. τὰ ἤθη τῶν ὁρώντων Λουκ. π. Ὀρχ. 72, πρβλ. Τίμ. 13. ― Παθ., συμποσίου ὀρθῶς παιδαγωγηθέντος Πλάτ. Νόμ. 641Β· τὴν παιδαγωγηθεῖσαν οὕτω πόλιν αὐτόθι 752C. 3) συνοδεύω καὶ περιποιοῦμαι ὡς παιδαγωγός, ἀκολουθῶ συνεχῶς, αὐτόθι 600Ε, Ἀλκ. 1. 135D. 4) = φενακίζω, ὑπὸ Ἀντιγόνας τὸν τρόπον τοῦτον παιδαγωγηθῆναι Ὑπερείδ. κατὰ Ἀθηνογένους 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. παιδαγωγήσω, ao. inus., pf. πεπαιδαγώγηκα;
1 diriger ou instruire des enfants;
2 diriger, gouverner (les désirs, les passions, etc.).
Étymologie: παιδαγωγός.

Greek Monotonic

παιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω — Παθ., μέλ. παιδαγωγήσομαι, με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐπαιδαγωγήθην, παρακ. πεπαιδαγώγημαι·
1. συνοδεύω ως παιδαγωγός, ανατρέφω και διδάσκω, μορφώνω, σε Πλάτ.· παρακολουθώ συνεχώς την ανατροφή ενός παιδιού, σε Ευρ.
2. γενικά, μορφώνω, σε Πλάτ.