παρεγγύησις: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[παρεγγυώ]]<br />[[μεταβίβαση]] διαταγής<br /><b>μσν.</b><br />[[νουθεσία]], [[προτροπή]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[παρεγγυώ]]<br />[[μεταβίβαση]] διαταγής<br /><b>μσν.</b><br />[[νουθεσία]], [[προτροπή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεγγύησις:''' ἡ ([[παρεγγυάω]]), [[μεταβίβαση]] συνθήματος ή προστάγματος, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A passing on the word of command, X.Lac.11.4. II instruction, exhortation, θεία π. Oenom. ap. Eus.PE5.28.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ., das Einhändigen, Ueberliefern, bes. eines Befehls, Xen. Lac. 11, 8. Vgl. παρεγγυάω.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγγύησις: ἡ μεταβίβασις τοῦ συνθήματος ἢ προστάγματος, Ξεν. Λακ. 11, 4. ΙΙ. διδασκαλία, παραίνεσις, θεία π. Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 223Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
transmission du mot d’ordre.
Étymologie: παρεγγυάω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παρεγγυώ
μεταβίβαση διαταγής
μσν.
νουθεσία, προτροπή.
Greek Monotonic
παρεγγύησις: ἡ (παρεγγυάω), μεταβίβαση συνθήματος ή προστάγματος, σε Ξεν.