παρθενοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικ</i>-<i>οπίπης</i>].
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γυναικ</i>-<i>οπίπης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρθενοπίπης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, [[ξελογιαστής]], [[διακορευτής]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενοπίπης Medium diacritics: παρθενοπίπης Low diacritics: παρθενοπίπης Capitals: ΠΑΡΘΕΝΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: parthenopípēs Transliteration B: parthenopipēs Transliteration C: parthenopipis Beta Code: parqenopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω)

   A one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.

German (Pape)

[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικ-, παιδ-, οἰνοπίπης.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.

English (Autenrieth)

voc. -ι<<><>>πα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.

Greek Monolingual

-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ-οπίπης].

Greek Monotonic

παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.