παρθενεύω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για [[γυναίκα]]) [[διάγω]] παρθενικό βίο («ὦ [[κόρη]], τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καλόγερος]] ή καλόγρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως μτβ.) [[ανατρέφω]] [[κορίτσι]] ως παρθένο, της [[δίνω]] σεμνή [[ανατροφή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρθενεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) διακορεύομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]].
|mltxt=ΜΑ [[παρθένος]]<br /><b>1.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για [[γυναίκα]]) [[διάγω]] παρθενικό βίο («ὦ [[κόρη]], τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[καλόγερος]] ή καλόγρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως μτβ.) [[ανατρέφω]] [[κορίτσι]] ως παρθένο, της [[δίνω]] σεμνή [[ανατροφή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρθενεύομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) διακορεύομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[αγνός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρθενεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[παρθένος]]), [[ανατρέφω]] ως [[παρθένα]], σε Ευρ. — Παθ., [[διάγω]] βίο παρθενικό, [[παραμένω]] [[παρθένα]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· <i>πολιὰ</i> (ουδ. πληθ.) <i>παρθενεύεται</i>, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε [[παρθενία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενεύω Medium diacritics: παρθενεύω Low diacritics: παρθενεύω Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΥΩ
Transliteration A: partheneúō Transliteration B: partheneuō Transliteration C: partheneyo Beta Code: parqeneu/w

English (LSJ)

   A bring up as a maid, π. παῖδας ἐν δόμοις καλῶς E.Supp.452, cf. Luc.DMar.12.1, etc.:—Pass., lead a maiden life, Hdt.3.124, A.Pr.648, E.Ph.1637 ; πολιὰ (neut. pl.) παρθενεύεται grows grey in maidenhood, Id.Hel.283.    2 intr. in Act., = Pass., Hld.7.8.

German (Pape)

[Seite 521] (παρθένος), a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; Eur. Suppl. 452; Luc. Tim. 17. – Auch intrans., wie das med., bei Sp. – b) παρθενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein; Aesch. Prom. 648; Eur. Hel. 290; Her. 3, 124 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεύω: (παρθένος) ἀνατρέφω ὡς παρθένον, παρθενεύειν παῖδας ἐν δόμοις καλῶς Εὐρ. Ἱκέτ. 452˙ ὁ Ἀκρίσιος ὁ πατὴρ αὐτῆς (δηλ. τῆς Δανάης) καλλίστην οὖσαν ἐπαρθένευεν εἰς χαλκοῦν τινα θάλαμον ἐμβαλὼν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 12. 1, κτλ. - Παθ., διάγω βίον παρθενικόν, διαμένω παρθένος, Ἡρόδ. 3. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 648, Εὐρ. Φοίν. 1637˙ πολιὰ (οὐδέτ. πληθ.) παρθενεύεται, ἔγινε πολιὰ ἡ κόμη αὐτῆς ἐν παρθενίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 283. 2) ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., = τῷ παθ., Ἡλιόδ. 7. 8, κτλ. 5) =διαπαρθενεύομαι, παρθενεύεται ὑπὸ Διονύσου, περὶ τῆς Ἀριάδνης, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 997.

French (Bailly abrégé)

conserver vierge, traiter comme étant vierge, acc.;
Moy. παρθενεύομαι vivre vierge, garder sa virginité, être pur comme une vierge.
Étymologie: παρθένος.

Greek Monolingual

ΜΑ παρθένος
1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.)
2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια
αρχ.
1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, της δίνω σεμνή ανατροφή
2. παθ. παρθενεύομαι
(για γυναίκα) διακορεύομαι
3. μτφ. είμαι αγνός.

Greek Monotonic

παρθενεύω: μέλ. -σω (παρθένος), ανατρέφω ως παρθένα, σε Ευρ. — Παθ., διάγω βίο παρθενικό, παραμένω παρθένα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· πολιὰ (ουδ. πληθ.) παρθενεύεται, έγιναν γκρίζα τα μαλλιά της ενώ βρισκόταν σε παρθενία, σε Ευρ.