πενθημιμερής: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά, δηλ. [[δυόμισυ]] ολόκληρα μέρη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τομή]] [[πενθημιμερής]]»<br /><b>(μετρ.)</b> [[τομή]] που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενθημιμερές</i><br />οι πρώτοι [[δυόμισυ]] πόδες του στίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμιμερής]]. | |mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά, δηλ. [[δυόμισυ]] ολόκληρα μέρη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τομή]] [[πενθημιμερής]]»<br /><b>(μετρ.)</b> [[τομή]] που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πενθημιμερές</i><br />οι πρώτοι [[δυόμισυ]] πόδες του στίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμιμερής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πενθημῐμερής:''' -ές, αυτός που αποτελείται από [[πέντε]] μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην [[προσωδία]], τομὴ [[πενθημιμερής]], η [[τομή]] [[έπειτα]] από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά [[μέτρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A consisting of five halves, i. e. of two and a half : in Prosody, τομὴ π. the caesura after two feet and a half, as in Hexam. and Iamb. Trim., Aristid. Quint.1.25, etc.; τὸ π. (with or without μέτρον) the first two feet and a half of a verse, Quint.Inst.9.4.78, Heph. 7.3, al., Sch.Ar.Av.627.
German (Pape)
[Seite 555] ές, aus fünf halben, d. i. aus 21/2Theilen bestehend; τὸ πενθημιμερές, sc. μέρος, od. ἡ πενθημιμερής, sc. τομή, der Theil eines Verses, der aus den ersten 21/2 Füßen desselben besteht, bes. im Hexameter und im jambischen Trimeter, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πενθημῐμερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε ἡμισέων μερῶν, δηλ. ἐκ 2 ½ μερῶν· ἐν τῇ προσῳδία τομὴ π., ἡ τομὴ ἡ μετὰ δύο πόδας καὶ ἥμισυν ὡς ἐν τοῖς ἑξαμ., καὶ τοῖς ἰαμβ. τριμ., Δράκων σ. 126, κτλ.· τὸ πενθημιμερές (μετὰ τῆς λέξεως μέτρον· ἢ ἄνευ αὐτῆς), οἱ πρῶτοι δύο πόδες καὶ ἥμισυς στίχου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 627, Quintil. 9. 4, 78.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de cinq moitiés, de deux entiers et demi ; t. de gramm. πενθημιμερὴς τομή césure penthémimère, après le deuxième pied, particul. dans un hexamètre dactylique ou un trimètre iambique ; t. de gramm. τὸ πενθημιμερές partie d’un vers comprenant les deux premiers pieds et demi.
Étymologie: πέντε, ἥμισυς, πούς.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη
2. φρ. «τομή πενθημιμερής»
(μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. -υυ / -υυ / —
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές
οι πρώτοι δυόμισυ πόδες του στίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + ἡμιμερής.
Greek Monotonic
πενθημῐμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πέντε μισά μέρη, ή από δυόμιση· στην προσωδία, τομὴ πενθημιμερής, η τομή έπειτα από δύομιση πόδες, όπως στα εξάμετρα και τα ιαμβικά μέτρα.