πανώλης: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[πανώλεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[ὄλλυμι]].
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[πανώλεθρος]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[ὄλλυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> = [[πανώλεθρος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], όπως το [[πανώλεθρος]] I. 2, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., εντελώς [[καταστρεπτικός]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνώλης Medium diacritics: πανώλης Low diacritics: πανώλης Capitals: ΠΑΝΩΛΗΣ
Transliteration A: panṓlēs Transliteration B: panōlēs Transliteration C: panolis Beta Code: panw/lhs

English (LSJ)

ες, (ὄλλυμι)

   A = πανώλεθρος 1.1, π. ὄλλυσθαι A.Th.552; ἔρρειν π. Id.Pers.732; ἤτω ἐξώλης τε καὶ πανώλης, a form of execration, Wiener Denkschr.44(6) p.54 (Cilicia).    2 in moral sense, = πανώλεθρος 1.2, S.OC1264, El.544, E.El.60.    II Act., all-destructive, συμφοραί S.OC1015.

German (Pape)

[Seite 466] ες, ganz verderbt, wie πανώλεθρος; Aesch. ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ' ὀλοίατο, Spt. 552; Pers. 718; auch verworfen, verrucht, τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου, Soph. Phil. 1341; O. C. 1266, vgl. El. 534, wie Eur. El. 60; – ganz verderblich, ξυμφοραί, Soph. O. C. 1019.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνώλης: -ες, (ὄλλυμι) = πανώλεθρος, π. ὄλλυσθαι Αἰσχύλ Θήβ. 552· ἔρρειν π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· ἐξώλης, πανώλης ἤτω, τύπος κατάρας, Ἐπιγραφ. Ἁλικ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2667, πρβλ. 2664. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ πανώλεθρος Ι. 2, Σοφ. Ο. Κ. 1264, Ἠλ. 544, Εὐρ. Ἠλ. 60. ΙΙ. ἐνεργ., καταστρεπτικώτατος, Σοφ. Ο. Κ. 1015.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. πανώλεθρος.
Étymologie: πᾶς, ὄλλυμι.

Greek Monotonic

πᾰνώλης: -ες (ὄλλυμι),
I. 1. = πανώλεθρος, σε Αισχύλ.
2. με ηθική σημασία, όπως το πανώλεθρος I. 2, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., εντελώς καταστρεπτικός, σε Σοφ.