παρέστιος: Difference between revisions
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[παρέστιος]], -ον ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[εστία]], [[κοντά]] στον [[τόπο]] όπου καίει η [[φωτιά]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («ἡ δ' [[εἴσω]] πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο [[σύνοικος]], ο [[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]]. | |mltxt=-α, -ο / [[παρέστιος]], -ον ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[εστία]], [[κοντά]] στον [[τόπο]] όπου καίει η [[φωτιά]] [[μέσα]] στο [[σπίτι]] («ἡ δ' [[εἴσω]] πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο [[σύνοικος]], ο [[συγκάτοικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑστία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[εστία]] ή πάνω σ' αυτή, [[σπιτικός]], [[οικιακός]], σε Σοφ.· γενικά, = [[ἐφέστιος]], στον ίδ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,(ἑστία)
A by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.
German (Pape)
[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.
Greek (Liddell-Scott)
παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est ou se fait près du foyer;
2 qui s’assied au foyer de, τινι.
Étymologie: παρά, ἑστία.
Greek Monolingual
-α, -ο / παρέστιος, -ον ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία, κοντά στον τόπο όπου καίει η φωτιά μέσα στο σπίτι («ἡ δ' εἴσω πελάνους καίεν παρεστίους», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, ο σύνοικος, ο συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἑστία.
Greek Monotonic
παρέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται κοντά στην εστία ή πάνω σ' αυτή, σπιτικός, οικιακός, σε Σοφ.· γενικά, = ἐφέστιος, στον ίδ., Ευρ.