περιτροπή: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
(32)
(6)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[περιτρέπω]]<br /><b>φρ.</b> «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη [[σειρά]], αλληλοδιαδόχως, με κανονική [[εναλλαγή]] της [[σειράς]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μετατροπή]], [[εναλλαγή]] («[[μηδαμῶς]] συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιστροφή]], κυκλική [[κίνηση]] («ἐτέων περιτροπάς», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατροπή]], [[αναποδογύρισμα]] («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ [[ἀλλήλων]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει [[κάποιος]] [[εναντίον]] του αντιπάλου του το [[επιχείρημα]] που προέβαλε [[εκείνος]]<br />β) <b>παροιμ.</b> «ὑπέρου [[περιτροπή]]» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν [[κάτι]] πολλές φορές [[χωρίς]] να κατορθώνουν [[τίποτε]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιτροπή:''' ἡ ([[περιτρέπω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μεταβολή]], [[περιστροφή]], [[περιφορά]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανατροπή]], [[αλλαγή]], <i>ἐν περιτροπῇ</i>, κατά [[διαδοχή]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, das Umkehren, Plat. Theaet. 209 d; ὑπέρου π., von Dingen, mit denen man nicht zu Stande kommt, Phot. u. Suid. aus Plat. com.; – Umwechseln, ἐν περιτροπῇ, reihum, Einer nach dem Andern, Her. 2, 168. 3, 69; ἐκ περιτροπῆς, D. Hal. 5, 2; – das Umwerfen, beim Ringen, Plut. Symp. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπή: ἡ, περιστροφή, κύκλος, Πλάτ. Θεαίτ. 209Ε· ὅταν περιτροπαὶ ἑκάστοις... περιτροπὰς ξυνάπτωσι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Α· ἐτέων περιτροπὰς Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1.8· ― παροιμ., ὑπέρου π., ἴδε ὕπερος Ι. 2) ἐν περιτροπῇ, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἕτερον, κατὰ διαδοχήν, ἢ περιοδικῶς, τάδε δὲ ἐν περιτροπῇ ἐκαρποῦντο, καὶ οὐδαμὰ ωὑτοὶ Ἡρόδ. 2. 168., 3. 69· ἐκ περιτροπῆς Διον. Ἁλ. 5. 2, Δίων Κ. 53. 1. 3) ἀνατροπή, ὠθισμοὶ καὶ π. ἀλλήλων Πλούτ. 2. 639F· ― ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ π. τοῦ λόγου, ἀνατροπὴ τοῦ ἀντιπάλου διὰ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἐπιχειρημάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 128, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour périodique ou par alternance ; ἐν περιτροπῄ à tour de rôle, successivement;
2 action de renverser en faisant tourner.
Étymologie: περιτρέπω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτρέπω
φρ. «εκ περιτροπής» και «ἐν περιτροπῇ» — με τη σειρά, αλληλοδιαδόχως, με κανονική εναλλαγή της σειράς
μσν.-αρχ.
μετατροπή, εναλλαγήμηδαμῶς συμφύραντες τῶν λεγομένων τὴν ἔννοιαν, διὰ τῆς τούτων εἰς ἀλλήλας περιτροπῆς καὶ συγχύσεως», Μάξιμος)
αρχ.
1. περιστροφή, κυκλική κίνηση («ἐτέων περιτροπάς», Σιμων.)
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα («ὠθισμοὶ καὶ περιτροπαὶ ἀλλήλων», Πλούτ.)
3. φρ. α) «περιτροπὴ τοῡ λόγου» — το να στρέφει κάποιος εναντίον του αντιπάλου του το επιχείρημα που προέβαλε εκείνος
β) παροιμ. «ὑπέρου περιτροπή» — λεγόταν για εκείνους που επιχειρούν κάτι πολλές φορές χωρίς να κατορθώνουν τίποτε.

Greek Monotonic

περιτροπή: ἡ (περιτρέπω),
1. μεταβολή, περιστροφή, περιφορά, σε Πλάτ.
2. ανατροπή, αλλαγή, ἐν περιτροπῇ, κατά διαδοχή, σε Ηρόδ.