πινώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[πίνος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για έρια) ο [[πλήρης]] λιπώδους ακαθαρσίας, [[γεμάτος]] [[λίγδα]]<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[ακάθαρτος]], [[ρυπαρός]]. | |mltxt=-ῶδες, Α [[πίνος]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για έρια) ο [[πλήρης]] λιπώδους ακαθαρσίας, [[γεμάτος]] [[λίγδα]]<br /><b>2.</b> (για την [[κόμη]]) [[ακάθαρτος]], [[ρυπαρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῐνώδης:''' -ες ([[πίνος]], [[εἶδος]]), [[βρόμικος]], [[ακάθαρτος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, (πίνος)
A greasy, of wool, Hp.Mul.2.185 (Sup.); dirty, foul, of hair, E.Or.225, cf. Lyc.975.
German (Pape)
[Seite 617] ες, schmutzig; Eur. Or. 225; Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνώδης: -ες, (πίνος) ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Ἱππ. 666. 21, Εὐρ. Ὀρ. 225. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πινῶδες· ῥυπαρόν. ξηρόν».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sale, crasseux.
Étymologie: πίνος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πίνος
1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα
2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός.