περιπρό: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(32)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μπροστά]] και [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πάρα]] πολύ, εξαιρετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i> με επίρρμ. [[χρήση]] «[[εμπρός]]»].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μπροστά]] και [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πάρα]] πολύ, εξαιρετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πρό</i> με επίρρμ. [[χρήση]] «[[εμπρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπρό:''' επίρρ., [[πάρα]] [[πολύ]], πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπρό Medium diacritics: περιπρό Low diacritics: περιπρό Capitals: ΠΕΡΙΠΡΟ
Transliteration A: peripró Transliteration B: peripro Transliteration C: peripro Beta Code: peripro/

English (LSJ)

Adv.

   A very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.

German (Pape)

[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.

Greek (Liddell-Scott)

περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.

French (Bailly abrégé)

ou περὶ πρό;
adv.
tout à fait en avant, càd supérieurement, éminemment, extrêmement.

English (Autenrieth)

around and before, Il. 11.180 and Il. 16.699.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. μπροστά και γύρω από κάτι
2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»].

Greek Monotonic

περιπρό: επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.