περίφοιτος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περιφοιτώ]]<br /><b>1.</b> ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[πάει]] εδώ κι [[εκεί]], ο [[άστατος]]. | |mltxt=-ον, Α [[περιφοιτώ]]<br /><b>1.</b> ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[πάει]] εδώ κι [[εκεί]], ο [[άστατος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn.D.3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484 ; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.
German (Pape)
[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).
Greek (Liddell-Scott)
περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l’on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιφοιτώ
1. ο περιστρεφόμενος, αυτός που έχει κυκλική κίνηση
2. εκείνος που πάει εδώ κι εκεί, ο άστατος.
Greek Monotonic
περίφοιτος: -ον (φοιτάω), περιστρεφόμενος, περιπλανώμενος, σε Ανθ.